- ὁδομέτρου
- ὁδόμετρονinstrument for measuring distancesneut gen sgὁδόμετροςinstrument for measuring distancesmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οδομετρία — η υπολογισμός και καταμέτρηση με τη χρήση οδομέτρου τών αποστάσεων που διανύονται από πεζό. [ΕΤΥΜΟΛ. < οδός + μετρία*] … Dictionary of Greek
οδομετρικός — ή, ό [οδόμετρο] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οδομετρία ή αυτός που είναι σχετικός με τη χρήση τού οδομέτρου … Dictionary of Greek